- οιούμαι
- οἰοῡμαι, -όομαι (Α) [οίος (Ι)](επικ. τ.) (συν. εύχρηστο στο γ' εν. προσ. αορ.) οἰώθη1. μένω μόνος, εγκαταλείπομαι («οἰώθη δ' Ὀδυσεὺς δουρικλυτός, οὐδέ τις αὐτῷ Ἀργείων παρέμεινεν», Ομ. Ιλ.)2. λησμονούμαι, ξεχνιέμαι («Τρώων δ' οἰώθη καὶ Ἀχαιῶν φύλοπις αἰνή», Ομ. Ιλ.).
Dictionary of Greek. 2013.